- αποθηλάζω
- (AM ἀποθηλάζω)νεοελλ.απογαλακτίζωαρχ.θηλάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποθηλάζω — ασα, παύω να θηλάζω, αποκόβω: Το παιδί είχε πια ξεπεταχτεί, αλλά δίσταζε να το αποθηλάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθηλαζόμενον — ἀποθηλάζω suck pres part mp masc acc sg ἀποθηλάζω suck pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλαζέτω — ἀποθηλάζω suck pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζειν — ἀποθηλάζω suck pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθηλάζοιτο — ἀποθηλάζω suck pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηλάζω — (Α θηλάζω) 1. παρέχω στο νεογνό τη θηλή για θηλασμό, βυζαίνω, γαλουχώ («η μητέρα θηλάζει το μωρό της») 2. (για νεογνό) ροφώ το γάλα από τη θηλή τού μαστού, βυζαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλή. ΠΑΡ. θήλασμα, θηλασμός, θηλάστρια αρχ. θηλαμών νεοελλ.… … Dictionary of Greek
αποκόβω — ψα, πηκα, μμένος 1. κόβω εντελώς: Το απόκοψε το δέντρο. 2. αποθηλάζω βρέφος: Επιτέλους τον απόκοψε το γιο της. 3. καθορίζω συνολική τιμή για μια δουλειά ή αγοραπωλησία, χωρίς μέτρημα, ζύγιση κτλ.: Η τιμή που μου απόκοψες δε με συμφέρει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)